- ρακέτ(τ)α
- η спорт, ракетка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ράκετ — το, Ν άκλ. πνευστό όργανο με διπλό γλωσσίδι τού 16ου και 17ου αιώνα, που αποτελούνταν από έναν μικρό κύλινδρο από ξύλο ή ελεφαντοστόν που περιείχε 6 εξαιρετικά στενούς σωλήνες οι οποίοι συνδέονταν στη σειρά και ο τελευταίος εξείχε από την κορυφή… … Dictionary of Greek