ρακέτ(τ)α

ρακέτ(τ)α
η спорт, ракетка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ρακέτ(τ)α" в других словарях:

  • ράκετ — το, Ν άκλ. πνευστό όργανο με διπλό γλωσσίδι τού 16ου και 17ου αιώνα, που αποτελούνταν από έναν μικρό κύλινδρο από ξύλο ή ελεφαντοστόν που περιείχε 6 εξαιρετικά στενούς σωλήνες οι οποίοι συνδέονταν στη σειρά και ο τελευταίος εξείχε από την κορυφή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»